- ὄμματ'
- ὄμματα , ὄμμαeyeneut nom/voc/acc plὄμματι , ὄμμαeyeneut dat sgὄμματε , ὄμμαeyeneut nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὄπισθεν κεφαλῆς ὄμματ’ ἔχει. — См. На затылке глаз нет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
на затылке глаз нет — (сзади не видать) У него глаза в затылке (ничего не видит, невнимателен укор) Ср. Er hat auch hinten Augen. Ср. In occipitio quoque habet oculos. Он и в затылке глаза имеет (зоркий, хитрый). Plaut. Aulul. 1, 1, 28. Ср. А fronte simul et occipitio … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
На затылке глаз нет — На затылкѣ глазъ нѣтъ (сзади не видать). У него глаза въ затылкѣ (ничего не видитъ, невнимателенъ укоръ). Ср. Er hat auch hinten Augen. Ср. In occipitio quoque habet oculos. Пер. Онъ и въ затылкѣ глаза имѣетъ (зоркій, хитрый). Plaut. Aulul. 1, 1 … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κεράτιο(ν) — το (ΑΜ κεράτιον) 1. (υποκορ. τού κέρας) μικρό κέρατο, κερατάκι («γενέσθαι φυσικῶς καθ ἑκάτερον μέρος τών κροτάφων κεράτια», Διόδ.) 2. ο καρπός τού δέντρου κερωνία, δηλ. το ξυλοκέρατο, το χαρούπι («ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῡ ἀπὸ τῶν… … Dictionary of Greek
κορασίδιον — κορασίδιον, τὸ (Α) μικρή κόρη, κοπελίτσα, κοριτσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορασίς, ίδ ος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ομμάτ ιον, πόδ ιον)] … Dictionary of Greek
λοπάδιον — λοπάδιον, τὸ (AM) μσν. είδος οστράκου (αρχ. (υποκορ. τού λοπάς) τηγανάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοπάς, άδος «πιατέλα» + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ομμάτ ιον, στόμ ιον)] … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
μίσος — το (ΑΜ μῑσος) 1. έχθρα* 2. αποστροφή, απέχθεια, αντιπάθεια προς κάποιον αρχ. αντικείμενο μίσους, μισητό πράγμα, μίσημα («ἄγεε τὸ μῑσος, ὡς κατ ὄμματ αὐτίκα παρόντι θνήσκῃ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μισῶ] … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
νύχι — το 1. κεράτινη πλάκα ωοειδούς σχήματος που φύεται στη ραχιαία επιφάνεια τού άκρου τών δακτύλων τών ανθρώπων και μεγάλου αριθμού σπονδυλοζώων, όνυχας 2. η οπλή τών οπληφόρων ζώων 3. φρ. α) «(περ)πατάει στα νύχια» βαδίζει ακροποδητί β) «στέκω στα… … Dictionary of Greek